φουλβένιο

φουλβένιο
το, Ν
χημ.
1. μονοκυκλική οργανική ένωση, ακόρεστος υδρογονάνθρακας ζωηρού κίτρινου χρώματος, ισομερής με το βενζόλιο
2. στον πληθ. τα φουλβένια
συνοπτική ονομασία παραγώγων τής παραπάνω ένωσης, τα οποία προκύπτουν από την αντικατάσταση ενός ή δύο ατόμων υδρογόνου τού μεθυλενίου από οργανικές ρίζες και είναι επίσης έγχρωμες ουσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. fulvenes < λατ. fulvus «ερυθρόχρωμος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”